- γλίστρημα
- το [γλιστρώ]1. ολίσθημα2. ηθικό ολίσθημα, παραστράτημα3. ξεγλίστρημα, έντεχνη υπεκφυγή από δύσκολη θέση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλίστρημα — το 1.το να γλιστρήσει κανείς, η ολίσθηση: Έσπασα τον αστράγαλό μου από γλίστρημα στο παρκέ. 2. μτφ., ανήθικη πράξη, παράπτωμα: Οι γονείς του συγχώρησαν τα γλιστρήματά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλιστρώ — ( άω) (Μ γλιστρῶ, όω και ἐγλιστρῶ, άω) 1. παραπατώ 2. πέφτω από γλίστρημα 3. μτφ. ξεφεύγω μ επιδεξιότητα («σε πολλές βρομοδουλειές είναι μέσα, μα πάντα γλιστρά») νεοελλ. 1. (για πράγμα) γλιστρώντας πέφτω κάτω 2. είμαι ολισθηρός 3. ξεφεύγω κατά… … Dictionary of Greek
ευόλισθος — εὐόλισθος, ον (ΑΜ) 1. ολισθηρός 2. ασταθής («μειράκια ἡλικίᾳ εὐολίσθῳ χρώμενα», Φίλ.) μσν. 1. αυτός που γλιστράει απαλά («εὐόλισθος στόλος», Πισίδ. Γ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τo εὐόλισθον η αστάθεια («τὸ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εὐόλισθον», Στουδ.… … Dictionary of Greek
άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… … Dictionary of Greek
αντιολισθητικός — ή, ό (για υλικά ή περιβλήματα) αυτός που διαθέτει την ιδιότητα να μειώνει την ολίσθηση, το γλίστρημα («αντιολισθητικές αλυσίδες» αλυσίδες που τοποθετούνται γύρω στους τροχούς των αυτοκινήτων όταν στο κατάστρωμα του δρόμου υπάρχει πάγος) … Dictionary of Greek
γλίστρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 54 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μυροφύλλου. * * * η 1. ολισθηρός τόπος 2. ολίσθημα, γλίστρημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλιστρώ, με υποχωρητικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek
γλιστριά — η [γλιστρώ] γλίστρημα … Dictionary of Greek
γλιστροβόλημα — το το γλίστρημα … Dictionary of Greek
διάπτωμα — διάπτωμα, το (Α) 1. ολίσθημα, γλίστρημα 2. σφάλμα, παράπτωμα, πταίσμα … Dictionary of Greek
διολίσθηση — η 1. γλίστρημα 2. διαφυγή 3. φρ. «διολίσθηση δραχμής, μάρκου, κ.λπ.» βαθμιαία, κατ΄ αντίθεση προς την άμεση, υποτίμηση τής αξίας τής δραχμής κ.λπ. έναντι άλλων νομισμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < διολισθαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδρέα… … Dictionary of Greek